- ἱστοβοέα
- ἱστοβοέᾱ , ἱστοβοεύςplough-treemasc acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προολκέας — ο, Ν δίτροχο εξάρτημα που τοποθετείται μπροστά από το αλέτρι για να το συνδέει με τον ιστοβοέα και να ρυθμίζει το βάθος τού οργώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + κατάλ. έας (πρβλ. βαφ έας)] … Dictionary of Greek